Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΔGr = ΔΗr – Τ . ΔSr

Μάρτιος του χρόνου κάποιου. Εικοσιέξι νήματα είχα μαζέψει. Ενα ένα με προσμονή και αγωνία απ τους δρόμους του μεταξιού. Σκουλήκια και μουριές που πέθαναν όλ’ αυτά τα χρόνια ούτε που θα θυμάσαι πόσα.


Τα έβαλα κάτω λοιπόν και σε φώναξα να τα πουλήσουμε σε μιά αγορά της δυτικής ευρώπης. Ηρθες με το φέσι σου και τα στρώσαμε παρέα. 'Ενα ένα κι αυτή τη φορά. Με βιάση όμως και πολλές λέξεις που φύγαν επίσης βιαστικά απο χείλη κόκκινα που ζητούσαν έρωτα, πλούτο και λουλούδια.


Κάθισε καλή μου. Κάθισε πάνω τους και κρύφ’ τα απ τους επίδοξους αγοραστές. Οι κλωστές είναι χρόνοι που περνούν άκαμπτοι και ο χρυσός τους δε φτάνει να μας τρέξει κι άλλο. Δεν έχω ανάγκη ν’ αγοράσω κι άλλο χρόνο, δήλωσα. 


Γι’ αυτό σε σκέπασα κι εσένα μ’ αυτή τη μαύρη κουβέρτα πάνω απ’ τα νήματα. Και σου είπα μείνε, έρχομαι μόλις φύγουν όλοι. Μην τυχόν δούν τον πλούτο μας. Το βράδυ θα τρέξουμε παρέα για να πιάσουμε τον ήλιο που θα βγεί την άλλη μέρα να μας κάψει.


Ζεστάθηκες ξέρω. Ξεσκεπάστηκες και φύγαν οι κλωστές με τον αέρα. Κι εγώ έτρεξα ξωπίσω τους να προλάβω. Εικοσιέξι νήματα είχα μαζέψει βλέπεις. Ενα ένα με προσμονή και αγωνία σου είπα κάποτε. Και τα βρήκα πάλι. Ο αέρας ήταν δυνατός αλλα καλός μαζί μου. Πιαστήκαν όλα σε δύο τρείς ξόβεργες που είχα στήσει παρακάτω για να φυλακίσω καρδερίνες. 
Θα στις χάριζα κι αυτές όταν θα ήταν καιρός βλέπεις. 


Ζεστάθηκες ξέρω. Ξεσκεπάστηκες κι έφυγες. Και σύ μαζί με τις κλωστές. Αλλα ο αέρας εσένα σε πήρε μακριά. Δέ σε βρήκα ποτέ. 


Δεν παραπονιέμαι όμως, ένα ένα εικοσιέξι νήματα που είχα μαζέψει μείναν απούλητα. Και μαζί μ’ αυτά ο πλούτος του κόσμου όλου στα χέρια μου. 


Εσύ ομως ξανάρθες. Δε σ' έψαξα, μόνο ήρθες και μού πες πως φέρνεις την κουβέρτα μου παραμάσχαλα. 'Εγειρες το κεφάλι, έβαλες τα χείλη στο αυτί μου και ψέλλισες ‘φυγή προ της βίας καλέ μου’.  Ανάθεμα. Ανάθεμα σε σένα, στη χημεία του κόσμου όλου και σ’ αυτόν τον τσαρλατάνο το Le Chatelier.

ΠΓ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου