Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Εμμονή

Κόβω και ξυπνώ και αναρωτιέμαι τι έμεινε;
Μία παρένθεση.
Απο την πλάτη της Αφροδίτης αυτή τη φορά ο Θεός δημιούργησε τον Αγαμέμνονα. 
Θυμάται κανείς αυτό το θνητό;
Επέμενε και η επιμονή του τον θανάτωσε. 
Η επιμονή ενίοτε χτίζεται απο αναμνήσεις και πόθους, πολλές φορές κρυφούς, άλλες τόσο φανερούς που σκοτώνουν με τη σειρά τους Ιφιγένειες και Κλυταιμνήστρες.
Πολύ αίμα και πάλι. 
Αναρωτήθηκε κάποτε ο Αγαμέμνων, τί θα συνέβαινε αν στις φλέβες του κυλούσε χρυσός. 
Θα αγόραζε κανείς απ το αίμα του; 
Η επιμονή του σ’ αυτή την περίπτωση θα χτιζόταν επίσης απο πόθους;
Κι αν όχι; 
Μήπως απο μίσος για αίμα;
Κοντά δώδεκα δισεκατομμύρια λίτρα χρυσού στις φλέβες των ανθρώπων.
Ζούμε την ανέχεια και αναρωτιόμαστε επίμονα για  την αυριανή σελήνη. 
‘Αγαν μέμνων θα γεννιέται κάθε μέρα κι απο ένας. 
Και ο Θεός θα εμμένει να κόβει πλάτες.  


ΠΓ

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

"ΚΑΡΒ" (Πρώτο μέρος)


"ΚΑΡΒ" (Πρώτο μέρος)



                                        Ένα άγνωστο γυναικείο όνομα με κακή γραμματοσειρά
 Εμφανίζεται στο μπαλκόνι μου
Έχει τέσσερα γράμματα
Το χρώμα της είναι κίτρινο 
Την λένε ΚΑΡΒ

Είναι παρθένα κόρη του χρόνου
Άρρωστη για μουστάκια στα δέντρα
Αγαπημένο χιόνι της το λευκό
Αγαπημένος της τριγμός αυτός του αυχένα μου

Ο ωκεανός είναι για την ΚΑΡΒ ένα ψηλό κύμα
 Και τίποτα περισσότερο
(Πονάει ο δεξιός μου όρχις)
Το αγαπημένο της λουλούδι…
-Ποιός νοιάζεται για το λουλούδι της ΚΑΡΒ-
Σημασία έχει μόνο η αναπνοή της

Όταν εκπνέει
 Εκπνέει δευτερόλεπτα
Όταν εισπνέει
Εισπνέει ηχομονώσεις
Προστατευτικά τετράγωνα
Κομμάτια ξύλου
Ανθρώπους που κλαίνε στα πεζοδρόμια
Αναρρώσεις και καλά μαντάτα

-Δωσ’ μου ένα καλό μαντάτο-
Η πίστη μου χρειάζεται εκτός από μια μάνα και μια ευχή
Ένα καλό μαντάτο
Κάτι σαν τηλεφώνημα απολαυστικό
Ή σαν καλή σκηνοθεσία:

Είμαι ο εξορκιστής
Αυτός που ξέρει κάτι όρκους παλιούς
(Η ιδεολογία είναι περισσότερο λόγος παρά ιδέα)
Η ιδέα είναι δέος
Στις περισσότερες περιπτώσεις μουσικό.
Η ιδέα είναι η μουσική του «Δεν ξέρω τίποτα»

(Το αδιέξοδο προκαλεί τριχόπτωση και δεξιούς πόνους)

Οι κούκλες ανησυχούν για την σιωπή τους 
Γι’ αυτό και φωνάζουν συνέχεια
Δαγκώνουν τις γλώσσες τους
 Γιατί κάποιος άντρας τις βρίζει
 Έτσι είναι οι κούκλες
Κάποιος τις λατρεύει
Και κάποιος τις βρίζει
Είναι λαστιχένιες θάλασσες.   

ΔΤ


Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Το Ανώνυμο Ποίημα Του Φωτεινού Αϊ –Γιάννη του Βαλαωρίτη -απ΄την ανάποδη. (απόσπασμα πρώτο,στ.1-22 )

Χειμώνα του 10’ ξεκίνησα να μεταγράφω Το Ανώνυμο Ποίημα Του Φωτεινού Αϊ –Γιάννη, του Νάνου Βαλαωρίτη, σε μια ελεύθερη, ανάποδη εκδοχή: π.χ. στίχος 2ος στο πρωτότυπο «Δε μιλάμε· ο αγέρας φυσάει ·όλη η θλίψη της γης μέσα στα μάτια σου.» Εδώ μεταγράφεται ως « Φλυαρούμε άπνοια· Τίποτα απ΄ τη χαρά του ουρανού έξω απ΄το στόμα σου.» 


Το Ανώνυμο Ποίημα Του Φωτεινού Αϊ –Γιάννη του Βαλαωρίτη -απ΄την ανάποδη.(απόσπασμα πρώτο 1-22 )

Σταματούμε στα κατάμεστα μονοπάτια, σε φράχτες τελευταίας κυκλοφορίας
Φλυαρούμε άπνοια· Τίποτα απ΄ τη χαρά του ουρανού έξω απ΄το στόμα σου.
Στου χαράματος τις αυλές σταματάμε με πόδια αφημένα
Μισημένοι χωρισμένοι ακούγοντας τον εαυτό μας στο στόμα
Στο στόμα ακούγοντας για λίγα δευτερόλεπτα τον εαυτό μας
Στο στόμα σου οι παλιοί άνθρωποι ανεβαίνουν να φάνε ψωμί.
Στο στόμα σου ξέρες και οικόπεδα και χόρτα
Γυναίκες, άντρες γέροι που ξέρουν που μένουν
Που ξέρουν που να σωπαίνουν, πώς να κινηθούνε
Στο νερό δίπλα σηκώνονται με πόδια τεντωμένα

Ακούνε το νερό στο κεφάλι τους · τους ελέφαντες
Ο μόνος είναι μικρός ,σε κάποια αδυναμία ανήκει
Σε κάποιον ανεγκέφαλο παραδίνεται ολότελα σαν άντρας
Ο μόνος είναι μεγάλος πουθενά δεν αποχωρίζεσαι τον διαφορετικό σου
Η φωτιά ζωντανή· Το μέταλλο βουβό: κάθομαι
Να μείνω στη πόρτα να ακούσω τον « μόνο»
Βλέπω το μονοπάτι, τη θάλασσα· η λίμνη , τα οικόπεδα
Οι στάνες βρεθήκανε. Βλέπω τα πάντα.
Ξέρω που πήγαν οι θεοί. Που πήγε η γη. Ο ήλιος
Το φεγγάρι. Τα λουλούδια. Ο ουρανός!
Σίγουρα προς το βουνό. Ανεβήκανε στα ρηχά
Στη λίμνη του Κόστια.
(.....)

ΔΤ

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

ΔGr = ΔΗr – Τ . ΔSr

Μάρτιος του χρόνου κάποιου. Εικοσιέξι νήματα είχα μαζέψει. Ενα ένα με προσμονή και αγωνία απ τους δρόμους του μεταξιού. Σκουλήκια και μουριές που πέθαναν όλ’ αυτά τα χρόνια ούτε που θα θυμάσαι πόσα.


Τα έβαλα κάτω λοιπόν και σε φώναξα να τα πουλήσουμε σε μιά αγορά της δυτικής ευρώπης. Ηρθες με το φέσι σου και τα στρώσαμε παρέα. 'Ενα ένα κι αυτή τη φορά. Με βιάση όμως και πολλές λέξεις που φύγαν επίσης βιαστικά απο χείλη κόκκινα που ζητούσαν έρωτα, πλούτο και λουλούδια.


Κάθισε καλή μου. Κάθισε πάνω τους και κρύφ’ τα απ τους επίδοξους αγοραστές. Οι κλωστές είναι χρόνοι που περνούν άκαμπτοι και ο χρυσός τους δε φτάνει να μας τρέξει κι άλλο. Δεν έχω ανάγκη ν’ αγοράσω κι άλλο χρόνο, δήλωσα. 


Γι’ αυτό σε σκέπασα κι εσένα μ’ αυτή τη μαύρη κουβέρτα πάνω απ’ τα νήματα. Και σου είπα μείνε, έρχομαι μόλις φύγουν όλοι. Μην τυχόν δούν τον πλούτο μας. Το βράδυ θα τρέξουμε παρέα για να πιάσουμε τον ήλιο που θα βγεί την άλλη μέρα να μας κάψει.


Ζεστάθηκες ξέρω. Ξεσκεπάστηκες και φύγαν οι κλωστές με τον αέρα. Κι εγώ έτρεξα ξωπίσω τους να προλάβω. Εικοσιέξι νήματα είχα μαζέψει βλέπεις. Ενα ένα με προσμονή και αγωνία σου είπα κάποτε. Και τα βρήκα πάλι. Ο αέρας ήταν δυνατός αλλα καλός μαζί μου. Πιαστήκαν όλα σε δύο τρείς ξόβεργες που είχα στήσει παρακάτω για να φυλακίσω καρδερίνες. 
Θα στις χάριζα κι αυτές όταν θα ήταν καιρός βλέπεις. 


Ζεστάθηκες ξέρω. Ξεσκεπάστηκες κι έφυγες. Και σύ μαζί με τις κλωστές. Αλλα ο αέρας εσένα σε πήρε μακριά. Δέ σε βρήκα ποτέ. 


Δεν παραπονιέμαι όμως, ένα ένα εικοσιέξι νήματα που είχα μαζέψει μείναν απούλητα. Και μαζί μ’ αυτά ο πλούτος του κόσμου όλου στα χέρια μου. 


Εσύ ομως ξανάρθες. Δε σ' έψαξα, μόνο ήρθες και μού πες πως φέρνεις την κουβέρτα μου παραμάσχαλα. 'Εγειρες το κεφάλι, έβαλες τα χείλη στο αυτί μου και ψέλλισες ‘φυγή προ της βίας καλέ μου’.  Ανάθεμα. Ανάθεμα σε σένα, στη χημεία του κόσμου όλου και σ’ αυτόν τον τσαρλατάνο το Le Chatelier.

ΠΓ